ὀδυνηροτάτη

ὀδυνηροτάτη
ὀδυνηρός
painful
fem nom/voc superl sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ντίκενς, Τσαρλς — (Charles Dickens, Λάντπορτ, Πόρτσμουθ 1812 – Λονδίνο 1870). Άγγλος συγγραφέας. Ήταν ακόμα παιδί όταν εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στο Λονδίνο. Ο πατέρας του, μια συγκινητική και κωμική ενσάρκωση του οποίου βρίσκουμε στον κύριο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”